- πραξικοπώ
- -έω, ΝΑνεοελλ.ενεργώ με τρόπο βίαιο, αιφνίδιο και πραξικοπηματικό, κάνω πραξικόπημααρχ.1. κυριεύω με έφοδο ή προδοσία2. εξαπατώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶξις + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κοπώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραξικόπημα — το, Ν 1. η έκνομη αλλοίωση ή μεταβολή τού πολιτεύματος από φορείς τής εξουσίας ή, αλλιώς, η εκ τών άνω παράνομη αλλοίωση ή μεταβολή τού πολιτεύματος ως μέθοδος επιβολής, συνήθως, αντιλαϊκού απολυταρχικού καθεστώτος 2. γεν. βίαιη, αυθαίρετη και… … Dictionary of Greek